- ξενάκουστος
- ξενάκουστος, -ον (Μ)βλ. ξενήκουστος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ξενήκουστος — ξενήκουοτος, ον (Α, Μ ξενάκουστος, ον) αυτός που ακούγεται παράξενα, ασυνήθιστος, παράδοξος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + ἀκουστός (< ἀκούω). Το η τού τ. ξενήκουοτος οφείλεται σε έκταση εν συνθέσει, πρβλ. ανάκουοτος / ανήκουστος] … Dictionary of Greek